άθητος

άθητος
-η, -ο
1. άφαντος
«έγινε άθητος», έγινε καπνός, στάχτη
2. χρησιμοποιείται (διαλεκτικώς) και στο παιχνίδι το γνωστό ως «κρυφτό», όπου αυτός που «τά φυλάει»,
ρωτάει τους παίκτες αν είναι άθητοι, δηλαδή άφαντοι, αν έχουν κρυφτεί, κι αυτοί με τη σειρά τους απαντούν με την ίδια λέξη, που σημαίνει πως έχουν ήδη κρυφτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άθητα, τα
τ. πληθ. παράλληλος προς τον τ. άθη, τα (πρβλ. πάχη-πάχητα, άλογα-αλόγατα κ.λπ.) < άθος, το, «στάχτη, τέφρα» < άνθος, το. Η λ. άθητος αρχικά σήμαινε «αυτόν που γίνεται στάχτη», άρα που εξαφανίζεται, που γίνεται άφαντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αθητερός — ή, ό 1. σκοτεινόχρωμος, σταχτής, σταχτερός (ουδ.) το αθητερό σταχτοπάνι, μπουγαδόπανο 2. αυτός που αγαπά να βρίσκεται κοντά στο τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. άθητος* («αυτός που γίνεται στάχτη, που εξαφανίζεται, που γίνεται άφαντος»), διαλεκτικώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”