- άθητος
- -η, -ο1. άφαντος«έγινε άθητος», έγινε καπνός, στάχτη2. χρησιμοποιείται (διαλεκτικώς) και στο παιχνίδι το γνωστό ως «κρυφτό», όπου αυτός που «τά φυλάει»,ρωτάει τους παίκτες αν είναι άθητοι, δηλαδή άφαντοι, αν έχουν κρυφτεί, κι αυτοί με τη σειρά τους απαντούν με την ίδια λέξη, που σημαίνει πως έχουν ήδη κρυφτεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < άθητα, τατ. πληθ. παράλληλος προς τον τ. άθη, τα (πρβλ. πάχη-πάχητα, άλογα-αλόγατα κ.λπ.) < άθος, το, «στάχτη, τέφρα» < άνθος, το. Η λ. άθητος αρχικά σήμαινε «αυτόν που γίνεται στάχτη», άρα που εξαφανίζεται, που γίνεται άφαντος].
Dictionary of Greek. 2013.